- μπονα-
- см. μπουνα\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιπόμοια — Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών. Περιλαμβάνει περίπου 300 είδη, που κατάγονται από τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Πρόκειται κυρίως για μονοετείς ή πολυετείς πόες, έρπουσες ή αναρριχώμενες, με φύλλα κατ’ εναλλαγή… … Dictionary of Greek
Βράνγκελ — Τοπωνύμια του παγκόσμιου γεωγραφικού χώρου, που ονομάστηκαν, παρά τη διαφορετική γραφή τους (ρωσικά και αμερικανικά), από τον Ρώσο εξερευνητή Φέρντιναντ Πέτροβιτς φον Βράνγκελ (βλ. λ.). 1. Ηφαιστειογενής οροσειρά (Wrangell Mountains, μήκος 160… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ισαβέλλα — I (Isabella). Όνομα βασιλισσών της Ισπανίας. 1. Ι. η Καθολική (Μαντριγκάλ ντε Λας Άτλας Τόρες 1451 – Μεντίνα ντελ Κάμπο 1504). Βασίλισσα της Καστίλης (1474 1504). Κόρη του βασιλιά Ιωάννη B’ της Καστίλης και της δεύτερης συζύγου του, Ισαβέλλας της … Dictionary of Greek
Καβαλούτσι, Αντόνιο — (Antonio Cavallucci, Σερμονέτα 1752 – Ρώμη 1795). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Σ. Πότσι. Επηρεάστηκε από την τεχνοτροπία των Μενγκς και Μπατόνι και ιδιαίτερα από τη βενετσιάνικη ζωγραφική του Τσινκουετσέντο (όπως ονομάζεται η ιταλική τέχνη… … Dictionary of Greek
Κρακοβία — (Krakόw). Πόλη (740.737 κάτ. το 2001) της νότιας Πολωνίας, πρωτεύουσα του βοϊβοδάτου (διοικητική περιφέρεια) Μαλοπόλσκι (15.144 τ. χλμ., 3.226.611 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στους πρόποδες των Καρπαθίων και κατά μήκος του Βιστούλα, σε υψόμετρο … Dictionary of Greek
Μουνχ, Έντβαρντ — (Edvard Munch, Λέτεν 1863 – Σκέιεν, Όσλο 1944). Νορβηγός ζωγράφος και χαράκτης, προσωπικότητα μεγάλης σημασίας για τη διαμόρφωση της εξπρεσιονιστικής έκφρασης. Από το 1889 έως το 1891 παρακολουθούσε τα μαθήματα του Λεόν Μπονά και γνώρισε τη… … Dictionary of Greek
Ντιφί, Ραούλ — (Raoul Dufy, Χάβρη 1877 – Φορκαλκιέ 1953). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και διακοσμητής, μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης γαλλικής ζωγραφικής. Το 1900 άρχισε να σπουδάζει στο Παρίσι, με δάσκαλο τον Λεόν Μπονά, αλλά άντλησε τις… … Dictionary of Greek
Ρολ, Αλφρέδος — (Roll, 1846 – 1919). Γάλλος ζωγράφος. Μαθητής των ζωγράφων Ζερόμ και Μπονά, επηρεάστηκε από την τεχνοτροπία τους. Ο Ρ. εντάσσεται ανάμεσα στους ζωγράφους που τους εμπνέουν τα κοινωνικά προβλήματα. Ζωγράφιζε κυρίως τοπία και σκηνές από την… … Dictionary of Greek
Τουλούζ - Λοτρέκ, Ανρί ντε- — (Toulouse Lautrec, πληρέστερα Henri Marie Raimond de Monfa de Toulouse – Lautrec, Αλμπί 1864 – Μαλρομέ 1901). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και σχεδιαστής διαφημίσεων. Παρά την αριστοκρατική καταγωγή του, βρήκε τη γνησιότερη έκφραση του εαυτού του… … Dictionary of Greek